Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπ' ὀκτὼ μῆνας Κυρηναίους ὀπώρη ἐπέχει

См. также в других словарях:

  • κυρηναίος — αία, ο (Α κυρηναῑος, α, ον) [Κυρήνη] 1. εκείνος που ανήκει στην αρχαία ελληνική πόλη τής βόρειας Αφρικής Κυρήνη ή προέρχεται από αυτήν 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Κυρηναίος, η Κυρηναία ο κάτοικος τής Κυρήνης ή αυτός που κατάγεται από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»